Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο διαπίστωσα ότι δεν έχει γίνει ένα αφιέρωμα για το Ισπανικό progressive rock, αν και υπάρχουν πολλά sites στην Ελλάδα που ασχολούνται με τοrock/metal, κάποια μάλιστα είναι εξειδικευμένα στο progressive rock, με δεκάδες άτομα συνολικά που δηλώνουν «μουσικοί συντάκτες» και ασχολούνται με το συγκεκριμένο είδος. Οπότε, όπως συνέβη και με το krautrock, το Ιταλικό progressive rock και το Βρετανικό folk, πάλι εγώ έλαχε να βγάλω το φίδι από την τρύπα, χωρίς να είμαι ειδικός στα αφιερώματα. Μόνο στις συνεντεύξεις είμαι καλός. Η Ισπανική progressive rock σκηνή μας έχει δώσει εκπληκτικά albums όλα αυτά τα χρόνια που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε ποιότητα (όχι σε ποσότητα) από άλλες σκηνής, όπως την Ιταλική. Αναμφισβήτητα, ο θάνατος του δικτάτορα Φράνκο τον Νοέμβριο του 1975 και η επακόλουθη μετάβαση στην δημοκρατία, συνέβαλε ουσιαστικά στην άνοδο της rock μουσικής στην Ισπανία, εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν σημαντικές κυκλοφορίες και πριν την συγκεκριμένη ημερομηνία-ορόσημο. Το θετικό είναι ότι η progressive μουσική στην Ισπανία δεν έχει μόνο παρελθόν, αλλά έχει και αξιόλογο παρόν, το οποίο και παρουσιάζω. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν οι πάντες, ούτε το παρόν αφιέρωμα επέχει θέση «λίστας» ή «οδηγού αρχαρίων» (“a beginner’s guide”). Δύο από τα παρακάτω albums (των Atila και Mezquita) τα είχα συμπεριλάβει προηγουμένως στο τεράστιο αφιέρωμα για τα υποτιμημένα rock albums, για το οποίο -κατ’ εξαίρεση- είμαι αρκετά υπερήφανος. Τα albums παρατίθενται με χρονολογικά σειρά.
Maquina! – “Why?” (1970)
Το μοναδικό studio album του συγκροτήματος από την Βαρκελώνη ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα. Μ’ αρέσει ο ήχος τους: ένα Hammond και δύο κιθάρες (η μία fuzz του Josep Maria Paris και η άλλη με wah-wah του Lluis Cabanach) να ξεσαλώνουν. Το “I Believe” με την fuzz κιθάρα και τα πλήκτρα στο μέσον του, σε καλωσορίζει στην μουσική των Maquina! Η ατραξιόν του δίσκου είναι το 25-λεπτο “Why?”, χωρισμένο σε δύο μέρη. Αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ ήταν ότι θα άκουγα δισολίες σε Ισπανικό album του 1970!!! Και όχι μόνο σ’ ένα σημείο, αλλά ιδίως στο μετά το 8.10 του “Why? (continuació)”, με στέλνουν στο μουσικό παράδεισο. Αν με ρωτούσαν: «Τι σ’εκφράζει 100% μουσικά;», θα επέλεγα αυτό που παίζουν οι Maquina! εκεί. Στο υποδεέστερο “Let Me Be Born” που κλείνει το album, παίζει φλογέρα ο τραγουδιστής και μπασίστας, Jordi Batiste. Αλλά μιλάμε κατά βάση για ένα instrumental ψυχεδελικό album με αυτοσχεδιασμούς και solos από hammond και δύο κιθάρες, ενώ υπάρχει και ένα drum solo στο τέλος του “Why?” που οδηγεί στο “Why? (continuació)”. Τα δύο bonus tracks κυκλοφόρησαν ως singles ένα χρόνο νωρίτερα (το 1969) και δεν είναι τόσο heavy όσο αυτά της κανονικής διάρκειας του album. Το πρώτο, το “Earth’s Daughter”,φαινομενικά ακούγεται σαν μπαλάντα τύπου Beatles αλλά αφού σπάσεις βασανιστικά το μυαλό σου για να βρεις τι σου θυμίζει στο 0.24, με τρόμο θα διαπιστώσεις ότι σου θυμίζει το “Starman” του Bowie που ηχογραφήθηκε 3 χρόνια αργότερα! Είχε ακούσει ο Bowie τους Καταλανούς; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Το δεύτερο έχει πιο jam στυλ, με επίκεντρο το Hammond, φέρνοντας στον νου τους Tritiny του Brian Auger και την live εκτέλεση των Grateful Dead στο “Turn On Your Love Light”. Ο όρος “heavy psych” -που δεν μου πολυαρέσει- περιγράφει ακριβέστερα την μουσική τους, απ’ ότι το “progressive rock”.
Pan & Regaliz – “Pan & Regaliz” (1971)
Το συγκρότημα από την Βαρκελώνη ηχογράφησε ένα και μοναδικό studio album. Καθοδηγούμενο από τον φλαουτίστα/τραγουδιστή Guillen Paris, παίζουν ψυχεδελική μουσική και βρίσκονται εγγύτερα στο krautrock παρά στο blues του “This Was” των Jethro Tull, όπως επιπόλαια πιστεύουν πολλοί εξαιτίας του κυρίαρχης παρουσίας του φλάουτου. Ούτε θα συναντήσουν εδώ flamenco στοιχεία. Το “One More Day” έχει ένα ωραίο fuzz solo στην κιθάρα. Το “Waiting in the Monsters Garden” έχει κρουστά a la Santana. Τα drums είναι πολύ καλά στο “Dead of Love”, ενώ τα φωνητικά στα Αγγλικά είναι krautrock τεχνοτροπίας. Το φλάουτο έχει τον πρώτο ρόλο στο “Thinking in Mary”, δημιουργώντας folk ατμόσφαιρες. Στο μέσον του εμφανίζεται και μια bluesy ηλεκτρική κιθάρα που παίζει αραιά κάποιες νότες. Το bonus track “Magic Colours” (που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα τραγούδια της αρχικής έκδοσης) είχε κυκλοφορήσει αρχικά μόνο ως single και θυμίζει πολύ το “Making Time” των Άγγλων πρωτοπόρων The Creation. Το “A Song For The Friends” είναι ένα ανάλαφρο τραγουδάκι τύπου “Don’t Bogart Me” (Fraternity of Man), που το ‘μαθε ο πολύς κόσμος από την ταινία “Easy Rider”. Το επιθετικό μπάσο στην εισαγωγή του “When You Bring Down” χρωστάει πολλά στον Jack Bruce (Cream). Υπάρχει επίσης ένα κιθαριστικό solo, αλλά το μπάσο είναι αυτό που κλέβει την παράσταση, καθ’ όλη τη διάρκειά του. Το 9-λεπτο “Today It Is Raining” είναι το βασικό κομμάτι του album. Πρόκειται για ένα ψυχεδελικό krautrock όργιο, που θα στοιχημάτιζες ότι γράφτηκε από κάποιους με έδρα την Κολωνία ή το Μόναχο, παρά την Βαρκελώνη. Τα φωνητικά στο “I Can Fly” είναι πιο άψυχα -από την πολύ μαστούρα- όπως στο “Sandoz in the Rain”. Αν προσκυνάτε το μεγαλείο του “Yeti” (1970) των Amon Düül II, μόλις βρήκατε το Ισπανικό υποκατάστατο. «Υποκατάστατο» έγραψα, όχι «αντίστοιχο». Το γεγονός επίσης ότι κυκλοφόρησε στην Ισπανία του Franco την ίδια χρονιά με το “Tago Mago” των Can και ένα χρόνο πριν το “Faust So Far” των Faust, αντικειμενικά αυξάνει την αξία του.
Canarios – “Ciclos” (1974)
Το συγκρότημα από το Las Palmas των Καναρίων Νησιών, την δεκαετία του ‘60ς ως The Canaries, έπαιζε beat/ψυχεδελική/pop/soul/rhythm & blues μουσική γνωρίζοντας εμπορική επιτυχία στην Ισπανία με αγγλόφωνα singles. Το “Ciclos” είναι η μοναδική απόπειρά τους στο χώρο του progressive rock. Βασισμένο στις «Τέσσερις Εποχές» του Vivaldi, αποτελείται από τέσσερα κομμάτια συνολικής διάρκειας 73 λεπτών. Προφανώς, τα αναλογικά πλήκτρα κάθε είδους (Moog P2, Mini Moog, VCS-3, ARP 2600, Mellotron M400) του ηγέτη τους, Teddy Bautista, κυριαρχούν στο album. Παρ’ όλα αυτά, το περιεχόμενό του δεν είναι σε καμία περίπτωση προβλέψιμο. Για παράδειγμα, τα blues πλήκτρα στο 7.33 του “Segunda Transmigración (Abismo Próximo)”, οι θρησκευτικές ψαλμωδίες στο 10.30 του “Tercera transmigración (Ciudad Futura)”, το flamenco ακουστικό μέρος στο τέλος του ιδίου, φυσικά τα crooner φωνητικά (!!!) στα Αγγλικά στο 9.24 του “Cuarta Transmigración (El Eslabón Recobrado)”, καθώς και οι avant-garde ήχοι στο ίδιο από το 11.54. Τα φωνητικά (ανδρικά και γυναικεία) δεν είναι πάντα επιτυχημένα και προσωπικά θα ήθελα μεγαλύτερη παρουσία της ηλεκτρικής κιθάρας. Κατά τ’ άλλα, δεν εντοπίζω αρνητικά σημεία. Το concept είναι πολύ φιλόδοξο (και πολύπλοκο) και το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία του Φράνκο (ακόμα), το κάνει ακόμα πιο σημαντικό. Η πυκνότητά του και οι αστείρευτες ιδέες του Bautista, καθιστoύν κάθε ακρόασή του μια καινούργια εμπειρία. Δεν το γράφω «τρόπος του λέγειν», πράγματι κάθε φορά ανακαλύπτεις κάτι που σου είχε διαφύγει τις προηγούμενες. Ένα χρόνο νωρίτερα (το 1973) οι Ιταλοί Il Rovescio della Medaglia επιχείρησαν με επιτυχία κάτι αντίστοιχο με το “Contaminazione”, που βασίζεται στο “Well-Tempered Clavier” έργο του Bach, αν και το αρχέτυπο είναι αναμφίβολα η εκδοχή των Emerson, Lake & Palmer στο “Pictures at an Exhibition” του Mussorgsky το 1971. Αν είστε οπαδός του συμφωνικού progressive rock και κατέχουν σημαντική θέση στην καρδιά σας τα albums των ELP και των Yes, το “Ciclos” θα σας αποζημιώσει.
Eduardo Bort – “Eduardo Bort” (1975)
Το ντεμπούτο του Βαλενθιάνου κιθαρίστα χαίρει μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους κυνηγούς χαμένων διαμαντιών του progressive rock. Έχοντας αρκετή εμπειρία από το προηγούμενο συγκρότημά του, τους Out, είχε ένα ξεκάθαρο όραμα όσον αφορά το επόμενο μουσικό βήμα του. Αφού βρήκε τους κατάλληλους μουσικούς για το νέο του συγκρότημα -γεγονός όχι και τόσο εύκολο στην μουσική σκηνή της Βαλένθιας της εποχής- , το 1974 ηχογραφεί το παρόν album σε δική του παραγωγή. Το εξώφυλλο προδιαθέτει πιθανώς τον ακροατή για ένα άκουσμα περισσότερο ακουστικό και ψυχεδελικό απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Αν αντέξετε τα κακά φωνητικά στα Αγγλικά του ιδίου του Bort, καθαρά μουσικά αυτό το album θα σας αποζημιώσει. Το heavy drum solo του πιστού φίλου του, Vicente Alcañiz, κλείνει το “Thoughts, Pt. 1”. Την εισαγωγή στο “Thoughts, Pt. 2” την έκλεψαν οι Cast στο “Free Me”. Μετά από ένα σύντομο ακουστικό σημείο, το solo που ξεκινά στο 1.30, σε συνδυασμό με τα ψηλά φωνητικά, προσφέρουν την πιο πωρωτική στιγμή του δίσκου. Το “Walking on the Grass”, σύνθεση του μπασίστα Marino Hernández, έχει διάφορα στρώματα φωνητικών από διάφορους μουσικούς που συμμετέχουν στο album. Μετά το 7.18 τα διαδοχικά fuzz solos του Bort, απογειώνουν το αποτέλεσμα. Το “Pictures of Sadness” μου πήρε αρκετές ακροάσεις για το εκτιμήσω, εξαιτίας του υπνωτικού ρυθμού του. Δεν μου φταίει φυσικά το mellotron. Η lead κιθάρα μετά το 5.10, που εξελίσσεται σε solo, όπως και το ασήκωτο μπάσο που την συνοδεύει, είναι τρομερά! Το “Yann” είναι εμπνευσμένο από την σύντομη ιστορία “Idle Days on the Yann” του Αγγλο-Ιρλανδού συγγραφέα, Λόρδου Dunsany. To synthesizer και το «ομιλούν» μπάσο (a la Mel Schacher -Grand Funk Railroad) κυριαρχούν. Ένα fuzz solo ακούγεται πιο πίσω μετά το 2.40. Το “En Las Riberas del Yann” επίσης αναφέρεται στην ιστορία του Λόρδου Dunsany. Tα σταμάτα-ξεκίνα και ο ρυθμός μετά το 3.00 και το mellotron μετά το 5.00, σαφώς οφείλονται στο “The Court of the Crimson King” των King Crimson. Το Οκτώβριο του 1974, μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, ο Bort με την πρόχειρη μίξη υπό μάλης και παρέα με τον drummer Vicente Alcañiz, θα συναντηθούν στα κεντρικά της EMI στον Λονδίνο με τον επικεφαλής A&R (αυτοί που υπογράφουν νέους καλλιτέχνες, οι κυνηγοί ταλέντων) της εταιρείας, Joop Visser, τον άνθρωπο που υπέγραψε τους Queen και τους Cockney Rebel. Αφού άκουσε αμίλητος τις ηχογραφήσεις, ζήτησε από τον Bort, να πει στα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματός του να μετακομίσουν στην Αγγλία για τρεις μήνες, όπου με την προσθήκη ενός Άγγλου πληκτρά και ενός τραγουδιστή, θα ξεκινούσαν την εκεί καριέρα τους. Το διάστημα αυτό των τριών μηνών, το χρειαζόταν ο Visser για να προετοιμάσει τα νομικά της διαμονής και της εργασίας τους στην Αγγλία. Όταν ο Bort και ο Alcañiz, επέστρεψαν ενθουσιασμένοι στην Βαλένθια, αντιμετώπισαν την δυσπιστία των υπόλοιπων μουσικών, που αμφισβήτησαν την αλήθεια όσων τους ανέφεραν. Απογοητευμένος ο Bort, για την ευκαιρία που έχασε, ορκίστηκε να μην ξανασυνεργαστεί με συγκρότημα, και σταμάτησε ν’ ασχολείται με ό,τι είχε ήδη ηχογραφήσει. Μετά από παρότρυνση του περιβάλλοντός του, τελικά ηχογράφησε τα φωνητικά, ολοκλήρωσε την μίξη και κυκλοφόρησε το album στην Ισπανία με τ’ όνομά του. Αν σας αρέσει το progressive rock, η fuzz κιθάρα, το heavy μπάσο και έχετε χρόνο -στην εποχή του φευγαλέου streaming που ζούμε- ν’ αφιερώσετε σ’ αυτό το album, χάρη στ’ αυτιά σας θα κάνετε. Τα φωνητικά δεν θα σας χαλάσουν, ειδικά αν είστε οπαδοί των Eloy, όπως εγώ.
Triana – “El Patio” (1975)
Το ντεμπούτο των Σεβιγιάνων σηματοδοτεί και την έναρξη μιας ολόκληρης σκηνής. Το flamenco rock ή Ανδαλουσιανό rock (Rock andaluz), χρωστάει τα πάντα στους Triana. Το ταίριασμα flamenco κιθάρας, ισπανικών φωνητικών και progressive rock επιρροών ήταν μια συνταγή που πολλοί ακολούθησαν στην συνέχεια. Τα πλήκτρα (Hammond, mellotron, synthesizer, πιάνο) του Jesús De La Rosa έχουν εξίσου σημαντικό ρόλο όσο και η flamenco κιθάρα του Eduardo Rodriguez. Αλλά και η ηλεκτρική κιθάρα του καλεσμένου Antonio Perez λάμπει σε διάφορα τραγούδια (“Abre la Puerta”, “En el Lago”). Η εισαγωγή του “Abre la Puerta” θυμίζει “The Court of the Crimson King”, αλλά υπάρχει επιπλέον και flamenco κιθάρα. Το “Todo es de Color” έχει το πιο παραδοσιακό ήχο απ’ όλα, ενώ η λυρικότητα του “Diálogo” είναι μοναδική. Παρ’ όλα αυτά, το αγαπημένο μου σημείο είναι το hammond στο βάθος μετά το 1.48 στο “Luminosa Mañana”. Το “En el Lago” είναι τρομερό από την αρχή μέχρι το τέλος. Το rock χώσιμο στο τελείωμά του δεν το περιμένει κανένας! Ακόμα και τα φωνητικά είναι πολύ καλά. Το “El Patio” πέρα από ιστορικούς λόγους, αξίζει και για καθαρά μουσικούς. Μπορεί αρχικά να μην είσαι εξοικειωμένος μ’ αυτό το είδος, αλλά στο τέλος θα εθιστείς!
Fusioon – “Minorisa” (1975)
Ξανάκουσα το τρίτο και τελευταίο album αυτών των Καταλανών μετά από πολύ καιρό, και μ’ άρεσε ακόμα περισσότερο. Αποτελείται συνολικά από τρία κομμάτια. Το πρώτο (“Ebusus”), πιάνει όλη την πλευρά του δίσκου και τα πρώτα King Crimson (εποχής “Larks’”) στοιχεία δεν αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους. Τα αντισυμβατικά φωνητικά θυμίζουν Area, μια όχι και πολύ προφανής επιλογή. Οι ήχοι δρόμου σηματοδοτούν και την αλλαγή ρυθμού. Εκτός από τα πλήκτρα, κατά χρονική σειρά ξεχωρίζουν το μπάσο (6.50) και τα drums (11.20). Η επόμενη αλλαγή ρυθμού, πιο ατμοσφαιρική αυτή την φορά, συνοδεύεται από παφλασμούς κυμάτων. Τα drums μπαίνουν στο 14.46, τα φωνητικά επιστρέφουν, τα synths γίνονται πιο έντονα και επιτέλους η ηλεκτρική κιθάρα στο 15.51 δίνει έναν πολύ λυρικό τόνο. Κατά διαστήματα, μουσικά θέματα επανέρχονται τελείως φυσικά στο παίξιμό τους. Πολύ φιλόδοξη σύνθεση. Στο ομώνυμο “Minorisa”, μετά την δυσοίωνη εισαγωγή, ακολουθεί (1.10) πολύ ωραίο πιάνο. Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα drums μετά το τρίτο λεπτό. Μετά το 5.00 ακούμε καμπάνες, αλυσίδες να σέρνονται και σφυριά να βαράνε και το φλάουτο στο 5.50 δίνει έναν εντελώς επικό soundtrack-ικό χαρακτήρα στο κομμάτι. Οι καμπάνες επανέρχονται, τα synths πρωταγωνιστούν ξανά, αλλά πιο πολύ μ’ αρέσουν τα jazzy πλήκτρα από το 9.28. Προσέξτε τα! Το “Llaves del Subconsciente” που κλείνει το album δεν έχει καμμία σχέση με τα δύο κομμάτια που προηγήθηκαν. Θεραπεύει -δηλαδή υπηρετεί- την avant-garde ηλεκτρονική μουσική και φέρνει στο νου Τεύτονες (πχ. Klaus Schulze, Tangerine Dream) παρά Ίβηρες δημιουργούς. Αυτή η συνειδητή αντίθεση με ό,τι προηγήθηκε δείχνει την ευχέρειά τους τόσο στην δόμηση, όσο και στην «απο-δόμηση» της μουσικής. Άξιοι. Οι υπομονετικοί progressive ακροατές, εδώ θα βρουν χρυσάφι.
Iceberg – “Sentiments” (1977)
Το συγκρότημα από την Βαρκελώνη μ’ αυτό album, κατορθώνει να ξεπεράσει το “Coses Nostres” που κυκλοφόρησε ένα χρόνο νωρίτερα. Αν λατρεύετε τους Mahavishnu Orchestra και τους Return to Forever, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενθουσιαστείτε με το “Sentiments”. Πραγματικά, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις κορυφαίες κυκλοφορίες του jazz rock. Το κυρίαρχο στοιχείο της μουσικής τους είναι τα διαδοχικά solos και η αλληλεπίδραση μεταξύ του κιθαρίστα Joaquín “Max” Sunyer και του πληκτρά José “Kitflus” Mas, αμφότεροι εξαιρετικοί μουσικοί. Είναι τόσο καλοί που εντάσσουν αβίαστα στο jazz fusion παίξιμο τους flamenco στοιχεία (πχ. στο “A Sevilla”), χωρίς αυτά ν’ ακούγονται παράταιρα. Η γρήγορη εθιστική μελωδία του “Ball De Les Fulles” θα σας συνεπάρει και το funky groove του “Magic” -μετά την εισαγωγή με τα σκυλιά που γαβγίζουν- αναδεικνύει τις ικανότητες του μπασίστα Primitivo Sancho. Στο ίδιο, ο Mas κάνει κόμπο το Moog στο solo του, μετά όλοι παίζουν το θέμα του τραγουδιού, ο Sunyer μας χαρίζει ένα κιθαριστικό solo που κορυφώνεται και ολοκληρώνεται στο 5.49, για ν’ ακολουθήσει ξανά η βασική μελωδία. Το “Joguines” έχει τις πιο εμφανείς flamenco επιρροές, με τον Sunyer να διαπρέπει και στην ακουστική κιθάρα. Το “Alegries Del Mediterrani” φαινομενικά είναι το πιο «ελεγχόμενο» τραγούδι του album. Μοιάζουν να μην θέλουν να παρασυρθούν από τον αχαλίνωτο οίστρο τους και να πατήσουν πάνω σ’ αυτό που αποκαλείται «σύνθεση». Το πλήκτρα είναι άπαιχτα στο 4.01, αλλά αυτός που μου τραβάει την προσοχή είναι ο drummer-χταπόδι Jordi Colomer (μετά το 8.20, για παράδειγμα). Χωρίς αμφιβολία, οι Iceberg ως σύνολο είναι οι καλύτεροι μουσικοί της Ισπανίας. Οι χαρακτηρισμοί μου για “Sentiments” είναι απολύτως επιεικείς και αν το ακούσετε, μπορείτε να διαπιστώσετε αν είμαι υπερβολικός ή όχι.
Atila – “Reviure” (1978)
Στο δεύτερο studio album τους, που κυκλοφόρησε από την κραταιά EMI/Odeon, οι Καταλανοί με έδρα την Χιρόνα, αφήνουν πίσω τους τις κλασσικές εμμονές του “Intención” (1976), για έναν πιο ξεκάθαρο progressive ήχο. Το Moog του πληκτρά Benet Nogue πρωταγωνιστεί αλλά δεν λείπουν και τα επιθετικά ξεσπάσματα της ηλεκτρικής κιθάρας του Eduardo A. Niebla, προσφέροντας ένα αντίβαρο στον συνολικό ήχο τους. Οι Atila έχουν πάρα πολλές ιδέες, που διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς να κουράζουν. Το ομώνυμο instrumental “Atila” αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τους ύφους τους. Μέχρι και drum solo υπάρχει εκεί. Θετική εντύπωση προκαλεί και το μονίμως ευδιάκριτο μπάσο του καλεσμένου Jean P. Gomez. Τα φωνητικά (στα Καταλανικά!) έχουν δεύτερο ρόλο, παρόλο που στο “Al Mati” ιδιαίτερα, η φωνή του Nogue μοιάζει με του τρίθεου Francesco Di Giacomo των Banco del Mutuo Soccorso. Άλλος ένας λόγος για να τους συμπαθήσεις. Ένα ακόμα στοιχείο που ξεχωρίζει τους Atila από άλλα Ισπανικά συγκροτήματα της εποχής (πχ. τους Triana), είναι η απουσία flamenco επιρροών, γεγονός που τους κάνει πιο οικείους στα αυτιά του οπαδού του καθαρόαιμου progressive rock. Προσοχή: Το album δεν είναι απλώς καλό. Πολύ πρόχειρα, χωρίς να σκεφτώ ιδιαίτερα, το θεωρώ από τα καλύτερα του 1978 μαζί με το “Of Queues and Cures” των National Health. Δηλαδή, καταλαβαίνετε για τι επίπεδο ποιότητας μιλάμε.
Gotic – “Escenes” (1978)
Το instrumental ντεμπούτο των Καταλανών κυριαρχείται από το φλάουτο και τα πλήκτρα. Αν και οι συγκρίσεις με το “The Snow Goose” καταντούν -κατά την ταπεινή μου άποψη- από ένα σημείο και μετά υπερβολικές, δίνουν μια ιδέα για το ύφος τους. Το “Imprompt I” έχει σίγουρα έναν Canterbury αέρα και την καλύτερη κιθαριστική συνεισφορά από τον καλεσμένο Josep Albert Cubero (μιας και δεν έχουν μόνιμο κιθαρίστα), αμέσως μετά το «ραδιενεργό» Mini-moog μέρος. Η εισαγωγή του “La Revolucio” μας μεταφέρει στα βουκολικά τοπία των Ιταλών Celeste. Ακολουθούν παλαμάκια (palmas), που είναι και η μοναδική ένδειξη Ισπανικής καταγωγής στο album, drums εμβατηριακού τύπου (όπως στο “Generale!” των Premiata Forneria Marconi), για να κυριαρχήσει μια «χορευτική» μελωδία στο φλάουτο, που παραπέμπει στο “È festa” επίσης των PFM. To “Danca d’Estiu” από το 1.10 έχει έναν πιο παιχνιδιάρικο τόνο με το μπάσο να συμμετέχει σε διάλογο με το φλάουτο, για να εξαφανιστεί στην πορεία. Η ακουστική κιθάρα ανοίγει το “I Tu Que Ho Veies Tot Tan Facil”. Στο 2.34 ξεκινά μια όχι και πολύ επιτυχημένη απόπειρα για ένα solo Gilmour τεχνοτροπίας, για να εμφανιστεί το 3.13 ο πομπώδης ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου. Το 10-λεπτο “Historia d’una Gota d’Aigua” είναι αναμφίβολα η κορυφαία σύνθεση του album. Η κλασσική κιθάρα παίζει μόνη της στην αρχή. Η minimal ατμόσφαιρα από το 3.20 είναι καθηλωτική. Μετά το 5.10 ξεκινά ο συνδυασμός φλάουτου-πλήκτρων για ν’ προσεγγίσουν στο 7.50 την φυσικότητα που είχαν οι Pink Floyd στην Πομπηία (δεν εννοώ ότι τους μοιάζουν μουσικά, αλλά επιτυγχάνουν αυτήν την αβίαστη κλιμάκωση που συνεπαίρνει τον ακροατή). Πολύ καλό album, αν και δεν θ’ αρέσει σε όλους. Σε άλλους θα ξενίσει η έλλειψη φωνητικών, σε άλλους η (ουσιαστική) απουσία ηλεκτρικής κιθάρας, σε άλλους η πρωτοκαθεδρία του φλάουτου…
Mezquita – “Recuerdos de mi tierra” (1979)
Το συγκρότημα από την Córdoba της Ισπανίας, πήρε τ’ όνομά από τον φημισμένο Καθολικό ναό της πόλης, που στο παρελθόν ήταν τζαμί. Αυτός ο συνδυασμός Ανδαλουσιανών (flamenco), Βορειο-Αφρικανικών Αραβικών (Moorish) επιρροών και τεχνικού progressive rock, βρίσκεται παντού στην μουσική του ντεμπούτου τους. Σίγουρα, το “El Patio” (1975) των Triana, τους έδειξε τον δρόμο, όπως και σ’ ολόκληρο το flamenco rock ή Ανδαλουσιανό rock (Rock andaluz), αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι Mezquita υπολείπονται σε ταλέντο. Τα φωνητικά στα Ισπανικά (πχ. στο “Desde que somos dos”) μπορεί να μην αρέσουν σ’ όλους ή να χρειαστούν κάποιες ακροάσεις για να τα συνηθίσουν, αλλά το παίξιμό τους είναι εντυπωσιακό. Κατορθώνουν να έχουν στο ίδιο τραγούδι flamenco κιθάρα (ακόμα και παλαμάκια -palmas- όπως στο “Ara buza”!!), ηλεκτρικά solos, synth solos, ανατολίτικα φωνητικά και μελωδίες χωρίς να ακούγονται ασυνάρτητοι. Ο κιθαρίστας (και τραγουδιστής) José Rafael García έχει τρομερό εύρος στο παίξιμό του! Μπορείτε να θαυμάσετε την heavy κιθάρα του στο “Ara buza (dame un beso)”, το flamenco μέρος στο 5.09 του “Suicidio” που το διαδέχεται ένα ηλεκτρικό solo, το shredding στο 3.42 του “Obertura en si bemol” και ένα ακόμα solo του στο ίδιο (μετά το 4.32). Ο πληκτράς Francisco “Rosca” López έχει εξίσου σημαντικό ρόλο και δημιουργεί μαγευτικές ανατολίτικες μελωδίες με το synthesizer του. Ειδικά το instrumental “Obertura en si bemol” είναι σήμα-κατατεθέν των εκτελεστικών ικανοτήτων του πληκτρά, αλλά και των υπόλοιπων μελών τους συγκροτήματος. Να σημειώσουμε επίσης ότι οι οπαδοί των Yes, King Crimson και Rush, βρίσκουν στο “Recuerdos de mi tierra” αρκετές επιρροές από τ’ αγαπημένα τους συγκροτήματα, και αναγνωρίζουν την ποιότητά του. Αν δεν είστε εξοικειωμένοι με το flamenco rock, ακούστε το αρκετές φορές, και θ’ ανακαλύψετε έναν εξαιρετικό δίσκο.
Crack – “Si Todo Hiciera Crack” (1979)
Το συγκρότημα από την Χιχόν κυκλοφόρησε ένα και μοναδικό album αλλά ήταν αρκετό για να θεωρείται ανάμεσα στα καλύτερα της Ισπανικής progressive rock σκηνής. Σε αντίθεση με τους Triana, Mezquita κλπ., οι Crack δεν έχουν flamenco επιρροές, αλλά είναι επηρεασμένοι από το Ιταλικό progressive rock (πχ. Premiata Forneria Marconi, Locanda delle Fate) και Βρετανούς πρωτοπόρους όπως οι Genesis, οι Jethro Tull και οι Yes. Το φλάουτο και το synth έχουν τον πρώτο λόγο, αλλά συναντάμε ακόμα πιάνο, mellotron και κάποιες ουσιαστικές ηχητικές συνεισφορές από την ηλεκτρική κιθάρα. Το μπάσο είναι πολύ εμφανές στο “Buenos Deseos”, ενώ ο drummer Manolo Jiménez (όχι ο πρώην προπονητής της ΑΕΚ) δείχνει την αξία του στο “Marchanda Una del Cid”. Θα ακούσετε και γυναικεία φωνητικά (στο ομώνυμο “Si Todo Hiciera Crack”) που συνοδεύουν τα κύρια ανδρικά στα Ισπανικά. Οι ιδέες τους είναι αστείρευτες και μοιάζουν να τα καταφέρνουν καλύτερα ή τουλάχιστον απολαυστικότερα στα μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια όπως το προαναφερθέν “Si Todo Hiciera Crack” (σημαίνει: «Αν τα πάντα έκαναν κρακ»), ειδικά προς το τέλος που η κιθάρα τραβάει τους προβολείς από τα synths. Γενικά, είναι αυτό που λέμε «ωραίο album». Ρε παιδιά, μετά το 3.00 στο “Descenso en el Mahellstrong” δεν σας ακούγονται σαν τους King Crimson στο “Epitaph”;
Medina Azahara – “Medina Azahara” (γνωστό και ως “Paseando Por La Mezquita”) (1979)
Συμπολίτες των Mezquita, από την Córdoba της Ανδαλουσίας, οι Medina Azahara με το ντεμπούτο τους που έγινε διπλά πλατινένιο, κατάφεραν να γνωρίσουν την εμπορική επιτυχία. Στην Ισπανία θεωρείται κλασικό και από το πρώτο τραγούδι (“Paseando Por La Mezquita”) καταλαβαίνεις τον λόγο. Ο Manuel Martínez έχει την καλύτερη φωνή σ’ ολόκληρη την σκηνή και το κομμάτι προκαλεί εθισμό. Φυσικά τα flamenco/αραβικά στοιχεία είναι παρόντα στο “En La Mañana”, στο οποίο υπάρχει ένα σημείο με πολλές flamenco ακουστικές κιθάρες και palmas. Αυτό όμως που τους διαφοροποιεί από τους Triana, των οποίων θεωρήθηκαν αργότερα διάδοχοι, είναι η έντονη παρουσία της ηλεκτρικής κιθάρας (οι Triana δεν είχαν μόνιμο ηλεκτρικό κιθαρίστα και χρησιμοποιούσαν καλεσμένο). Τα solos του Miguel Galán είναι πολλά, εξαιρετικά, ευδιάκριτα και πωρωτικά! Αγαπημένο μου είναι αυτό στο “Si Superias”, αμέσως μετά το σημείο με τα διπλά φωνητικά στυλ απαγγελίας. Στο “Busco” γίνεται φανερή η άνεση του Galán, τόσο στην flamenco κιθάρα, όσο και στην ηλεκτρική όταν σολάρει. Το “Amiga” βασίζεται στα πλήκτρα του Pablo Rabadán που παίζουν ταξιδιάρικες αραβικές μελωδίες. Αν είστε καχύποπτοι με το εύληπτο ύφος τους, μην φοβάστε. Στο “Sé” η εκτελεστική τους δεινότητα θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό οπαδό του «τεχνοκρατικού» progressive. Το γρήγορο παίξιμο του κιθαρίστα ακούγεται φυσικό και χωρίς καμμία διάθεση για επίδειξη. Το ντεμπούτο των Medina Azahara είναι ιδανικό για εισαγωγή στο flamenco/Ανδαλουσιανό rock.
Amarok – “Quentadharkën” (2004)
Καταλανοί με όνομα παρμένο από την μυθολογία των Εσκιμώων (σημαίνει «λύκος»); Κι όμως. Προσωπικά, δεν έχω ξανακούσει κάτι αντίστοιχο με αυτό που συναντάμε στο έκτο album των Amarok. Το να πω ότι συνδυάζουν παραδοσιακά στοιχεία (όχι μόνο της Ισπανίας) με την jazz και το progressive rock, δεν περιγράφει στο ελάχιστο το περιεχόμενο του “Quentadharkën”. Επίσης, η μεγάλη διάρκεια και το ύφος του, δεν βοηθάει τους ακροατές του streaming, δηλαδή αυτούς που ακούν κομμάτια και όχι ολόκληρα albums. Οπότε, δεν υπάρχει hype εδώ. Καλύτερα. Όποιος έχει το θάρρος να αφουγκραστεί την μουσική του “Quentadharkën”, θ’ ανακαλύψει έναν σχεδόν εξωτικό κόσμο. Ο πολυτάλαντος ηγέτης των Amarok, Robert Santamaria, παίζει ένα σωρό όργανα, μεταξύ των οποίων κανονάκι και σαντούρι (“Encantamiento”)! Ξεχωρίζουν για την πληθώρα επιρροών και το πλεόνασμα έμπνευσης, και δεν υπάρχει σημείο που να ψάχνονται ή να ακούγονται ασυνάρτητοι. Ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να κάνουν και το αποτέλεσμα είναι εντελώς μοναδικό. Οι εκπλήξεις δεν σταματούν. Για παράδειγμα, το avant-garde σημείο μετά το 3.05 στο “La Ultima Expedicion” ή το solo από κρουστά και drums στο τέλος του “Labirintos de Piedra”. Σ’ αυτό όπως και στο διονυσιακό “La Espiral”, η Marta Segura εντυπωσιάζει με τις φωνητικές ερμηνείες της. Η λυρικότητά τους είναι έκδηλη στο ονειρικό “Los Hechos” και το άκρως εθιστικό “Final”, με το φλάουτο να έχει σημαντικό ρόλο και στα δύο. Οι οπαδοί του progressive rock θα λατρέψουν τα “Tierra Boreal” και το “La Batalla” (με το solo στα πλήκτρα) και θα τους φέρουν στο νου μέχρι και τους ELP. Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα σημεία όπου ακούγεται το Hammond (πχ. στο 1.49 του “Hsieh” και στο 2.33 του “Los Origenes”). Μοναδικό -κυριολεκτικά- άκουσμα.
Amoeba Split – “Dance of the Goodbyes” (2010)
Ο φόρος τιμής στους Soft Machine στο πρώτο τραγούδι του πρώτου τους album, γνωστοποιεί από πολύ νωρίς τις προθέσεις του συγκροτήματος από την La Coruña της Γαλικίας. Αν είστε οπαδός της σκηνής του Canterbury, αυτό το album θα σας αποδείξει ότι η επιρροή της συγκεκριμένης σκηνής δεν έχει σβήσει ούτε και περιορίζεται γεωγραφικά. Το φλάουτο της τραγουδίστριας María Toro δίνει ενίοτε έναν βουκολικό τόνο (πχ. στο 6.45 του “Perfurmed Garden” και στο 11.15 του “Flight to Nowhere”). Το “Turbulent Matrix” αν δεν υπήρχαν τα σημεία με το φλάουτο, θα ήταν μια αμιγώς jazz σύνθεση. Το μπάσο του Alberto Villarroya López κλέβει με ευκολία τις εντυπώσεις! Σου δίνουν την αίσθηση ότι μπορούν να παίξουν τα πάντα. Το “Blessed Water” είναι το αγαπημένο μου τραγούδι από το album και στα πιο ήρεμα σημεία του, θυμίζει τους Catapilla. Το 23-λεπτο “Flight to Nowhere” αν είχε μικρότερη διάρκεια θα εξυπηρετούσε περισσότερο τους σκοπούς της μουσικής και όχι του (μουσικού) ναρκισσισμού τους. Λόγω ντεμπούτου, δικαιολογούνται που δεν μπορούν να ελέγξουν την αυτοπεποίθησή τους. Οι ανάποδα ηχογραφημένες ομιλίες, όπως και το ανορθόδοξο παίξιμο του πιάνου στο τέλος του κομματιού (22.41), είναι κάποια από τα πολλά όπλα που έχουν στο οπλοστάσιό τους για την δημιουργία ενός αυθεντικά προοδευτικού album. Μου αρέσει επίσης το γεγονός ότι σε μερικά σημεία και για λίγα δευτερόλεπτα, κλείνουν νοητά το μάτι στον ακροατή, παρεμβάλλοντας και μη Canterbury στοιχεία: Για παράδειγμα, η ανδρική απαγγελία στο 2.34 του “Perfumed Garden” είναι τελείως Eloy, στο 1.54 του “Flight to Nowhere” είσαι έτοιμος να μουρμουρίσεις “I’d love to turn you on” (από το τραγούδι “A Day in the Life” των Beatles), ενώ οι King Crimson κάνουν την εμφάνισή τους στο 12.11 του ιδίου κομματιού. Αναρωτιέται πόσο διαφορετικά θα ηχούσε αν ο κιθαρίστας/βιολιστής Martín Blanes δεν αποχωρούσε κατά τη διάρκεια της ηχογράφησής του.
Atavismo – “Inerte” (2017)
Το “Inerte” είναι το δεύτερο album του τριμελούς συγκροτήματος από το Algeciras και αποτελείται από 5 συνολικά τραγούδια. Στο “Pan Y Dolor” η κιθάρα δίνει ένα ισπανικό ηχόχρωμα. Στο 3.30 σβήνει και ξαναρχίζει πολύ αργά. Το Mellotron, το οποίο χρησιμοποιούν και τα τρία μέλη τους, συμβάλλει στην δημιουργία μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας. Στο 6.48 ακούγεται ακουστική κιθάρα και μπαίνουν όλα τα όργανα. Ο ρυθμός ανεβαίνει και επαναλαμβάνεται το αρχικό θέμα. Τα drums της Sandra Pow ξεχωρίζουν από την πρώτη στιγμή στο “El Sueño”. Από το 4.20 η κιθάρα του Jose Moreno περιδιαβαίνει σε ψυχεδελικά μονοπάτια. Στο 6.25 ο ήχος της γίνεται «υγρός». Το solo κορυφώνεται στο 9.38. To rhythm section κάνει εξαιρετική δουλειά συνοδεύοντας την κιθάρα και το τραγούδι ολοκληρώνεται με wah-wah ουρλιαχτά. Εξαιρετικό!!! Προσωπικά θα ήθελα να ήταν στο ίδιο ύφος όλες οι συνθέσεις τους. Χωρίς αμφιβολία, ένα από τα καλύτερα κομμάτια της δεκαετίας. Το “La Maldición Del Zisco” είναι τελείως διαφορετικό, με το Moog να πρωταγωνιστεί παίζοντας μια ανατολίτικη μελωδία. Κι σ’ αυτό, τα drums δεν χαρίζονται. Η νωχελικότητα του “Belleza Cuatro” χρωστά αρκετά στο λυσεργικό σύμπαν των Amon Duul ΙΙ. Το ντέφι (ή μήπως είναι θυμιατό;) αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα. Το Moog έχει σημαντικό ρόλο στα τρία πρώτα λεπτά του “Volarás”, όπως επίσης και τα επεξεργασμένα άναρθρα γυναικεία φωνητικά. Στο 3.00 ο ρυθμός αλλάζει, η ακουστική κρατάει τα μπόσικα στο βάθος και το επαναλαμβανόμενο αρκετά heavy μοτίβο θυμίζει τους πιο πρόσφατους Crippled Black Phoenix. Ένα αργό solo ξεδιπλώνεται από το 8.40 και το τραγούδι κλείνει επιστρέφοντας στον πρότερο ρυθμό. Έχω την αίσθηση ότι οι Atavismo δεν έχουν φτάσει ακόμα στο καλλιτεχνικό απόγειό τους. Το “El Sueño” βγάζει μάτια και καλό θα ήταν να επικεντρωθούν σ’ αυτό το ύφος.
ΥΓ.1: Το https://www.dlsi.ua.es//~inesta/Prog/index.html αποδείχθηκε αρκετά χρήσιμο για τον παρόν αφιέρωμα.
ΥΓ.2: Στην κεντρική φωτογραφία εικονίζονται οι Gotic.